στυφάδο

στυφάδο
και στυφάτο, το, Ν
βλ. στιφάδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιφάδο — και στυφάδο και στυφάτο, το, Ν είδος φαγητού από κρέας και κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. βεν. stufado < αμάρτυρο λατ. *ex tufare < τῦφος «ατμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”